εὐδιάσπαστος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ον,
A easily torn asunder, χάραξ Plb. 18.18.9.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht zu zerreißen, zu zersprengen, χάραξ, Pol. 18, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάσπαστος: -ον, εὐκόλως διασπώμενος, ἐξαγόμενος ἐκ τῆς γῆς εἰς ἣν ἐνεπάγη, ἐπὶ χαράκων, Πολύβ. 18. 1, 9.
Greek Monolingual
εὐδιάσπαστος, -ον (Α)
αυτός που διασπάται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διασπαστος (< διασπώ), πρβλ. α-διάσπαστος, δυσ-διάσπαστος.