νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
[Seite 138] ων, att. = μεσόγειος; ἐν τῷ τῶν μεσόγεων δεσμωτηρίῳ, Plat. Legg. X, 909 a, vulg. μεσογείων; poet. μεσσόγεως, Callim. Dian. 37.
ως, ων;
att. c. μεσόγαιος.
Étymologie: μέσος, γῆ.
μεσόγεως, -ων (Α)
(αττ. τ.) βλ. μεσόγειος.