διΐπτημι
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
French (Bailly abrégé)
ao.2 διέπτην;
c. διαπέτομαι;
Moy. διΐπταμαι (ao.2 διεπτάμην, 3ᵉ sg. διέπτατο, inf. διαπτάσθαι) m. sign.
Étymologie: διά, ἵπταμαι.