πεύσομαι
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
English (LSJ)
fut. of πυνθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πεύσομαι: μέλλ. τοῦ πυνθάνομαι.
French (Bailly abrégé)
f. de πυνθάνομαι.
English (Autenrieth)
see πυνθάνομαι.
Greek Monotonic
πεύσομαι: μέλ. του πυνθάνομαι· Δωρ. πευσοῦμαι.