δυσαμερία
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Full diacritics: δῠσᾱμερία | Medium diacritics: δυσαμερία | Low diacritics: δυσαμερία | Capitals: ΔΥΣΑΜΕΡΙΑ |
Transliteration A: dysamería | Transliteration B: dysameria | Transliteration C: dysameria | Beta Code: dusameri/a |
Dor. for δυσημ-.
[Seite 675] ἡ, dor. = δυσημερία.
δυσᾱμερία: Δωρ. ἀντὶ δυσημ-.
dor. c. δυσημερία.
v. δυσημερία.
δυσᾱμερία: Δωρ. αντί δυσημερία.