λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
[Seite 161] ion. = μεθίημι, Her. 1, 40.
prés. ind. ion. de μεθίημι.
μετίημι (Α)ιων. τ. βλ. μεθίημι.
μετίημι: μετ-ίστημι, Ιων. αντί μεθ-.