ἀθείαστος
From LSJ
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ον,
A uninspired, οὐκ ἀ. Plu.Cor.33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non inspiré par la divinité.
Étymologie: ἀ, θειάζω.
Spanish (DGE)
-ον
no inspirado ἐπίνοια οὐκ ἀ. Plu.Cor.33, μαντεία Plu.2.417a.
Greek Monotonic
ἀθείαστος: -ον (θειάζω), αυτός που δεν έχει έμπνευση από τον θεό, σε Πλούτ.