περιστρωφάομαι

From LSJ
Revision as of 19:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source

Greek (Liddell-Scott)

περιστρωφάομαι: θαμιστ. τοῦ περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, περιερχόμενος πάντα τὰ μαντεῖα, Ἡρόδ. 8. 135· περιστρωφῶντο δ’ ὀπωπαὶ Κόϊντ. Σμ. 12. 404.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
parcourir, acc..
Étymologie: περιστροφή.

Greek Monotonic

περιστρωφάομαι: θαμιστικό του περιστρέφομαι, περιστρωφώμενος πάντα τὰ χρηστήρια, τριγύρω σε όλα τα μαντεία, σε Ηρόδ.