ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Full diacritics: κατακήομεν | Medium diacritics: κατακήομεν | Low diacritics: κατακήομεν | Capitals: ΚΑΤΑΚΗΟΜΕΝ |
Transliteration A: katakḗomen | Transliteration B: katakēomen | Transliteration C: katakiomen | Beta Code: katakh/omen |
A v. κατακαίω.
κατακήομεν: ἴδε κατακάω.
1ᵉ pl. sbj. prés. épq. de κατακαίω.
κατακήομεν: Επικ. αντί -κήωμεν, αʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του κατακαίω.