οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
ἐλόωσι: ἴδε ἐλαύνω.
3ᵉ pl. fut. épq. de ἐλάω.
see ἐλαύνω.
ἐλόωσι: Επικ. αντί ἐλῶσι, γʹ πληθ. μέλ. του ἐλαύνω.