προφυλακίς

From LSJ
Revision as of 12:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74

German (Pape)

[Seite 798] ίδος, ἡ, ναῦς, Wachtschiff, Thuc. 1, 117 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
ναῦς THC vaisseau placé en vedette.
Étymologie: προφυλάσσω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(ενν. ναῡς) πλοίο που έχει ταχθεί ως προφυλακή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφυλακή + επίθημα -ίς, -ίδος].