εὐπτόητος
From LSJ
ἀρχὴ παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψις → the beginning of education is the examination of names, the beginning of philosophical education is the examination of names, the beginning of all education is the investigation of names
English (LSJ)
ον,
A easily scared, πρὸς ἅπαν Plu.2.642a, cf. Sch.A.Th.78.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπτόητος: -ον, εὐκόλως πτοούμενος, πρὸς ἅπαν Πλούτ. 2. 642 Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à effrayer.
Étymologie: εὖ, πτοέω.
Greek Monolingual
εὐπτόητος, -ον (ΑΜ)
αυτός που πτοείται εύκολα, ο δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πτοητός (< πτοώ)].