μυροποιός

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροποιός Medium diacritics: μυροποιός Low diacritics: μυροποιός Capitals: ΜΥΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: myropoiós Transliteration B: myropoios Transliteration C: myropoios Beta Code: muropoio/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Anacr.30, Parmen. ap. Ath. 13.608a, Phld.Mus.p.86 K.

German (Pape)

[Seite 221] wohlriechende Oele, Salben bereitend; Ath. XIII, 608 a; Anacr. bei Poll. 7, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μῠροποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων μεμυρωμένα ἔλαια, μυρεψός, Ἀνακρ. 28.

Greek Monolingual

ο (Α μυροποιός)
αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, ο αρωματοποιός, ο μυρεψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -ποιός].