βοτρυχώδης

From LSJ
Revision as of 21:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῠχώδης Medium diacritics: βοτρυχώδης Low diacritics: βοτρυχώδης Capitals: ΒΟΤΡΥΧΩΔΗΣ
Transliteration A: botrychṓdēs Transliteration B: botrychōdēs Transliteration C: votrychodis Beta Code: botruxw/dhs

English (LSJ)

ες, restored metri gr. for βοστρυχώδης, E.Ph.1485 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

βοτρυχώδης: -ες, = βοστρυχώδης, Εὐρ. Φοιν. 1485, ἔνθα ἴδε Δινδ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
c. βοστρυχώδης.
Étymologie: βότρυχος, -ωδης.

Spanish (DGE)

(βοτρῠχώδης) -ες
cubierto de bucles παρηΐς β. E.Ph.1485 (βοστρ- cód.), cf. βότρυχος.

Greek Monolingual

βοτρυχώδης, -ες (Α) βότρυχος
βοστρυχώδης, σγουρός.

Greek Monotonic

βοτρῠχώδης: -ες (εἶδος), μπουκλωτός, κατσαρός, σγουρός, ελικοειδής, σε Ευρ.