ἐπαντιάζω
From LSJ
Πρὸς εὖ λέγοντας οὐδὲν ἀντειπεῖν ἔχω → Loquenti bene, quod contradicam, habeo nihil → Wenn einer gut spricht, kenn' ich keinen Widerspruch
English (LSJ)
A to be present, prob. in h.Ap.152.
German (Pape)
[Seite 903] aor. ἐπαντιάσειε, begegnen, H. h. Ap. 152.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαντιάζω: μέλλ. -άσω, συναντῶ, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπολλ. 152.
French (Bailly abrégé)
aller au-devant.
Étymologie: ἐπί, ἀντιάζω.
Greek Monotonic
ἐπαντιάζω: μέλ. -άσω, συναντιέμαι με κάποιους άλλους, σε Ομηρ. Ύμν.