πρῖσις

Revision as of 06:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

εως, ἡ, (πρίω)

   A sawing, Arist.PA645b17, Thphr.HP5.5.4, Heliod. ap. Orib.47.14.3.    2 in cranial surgery, trephining, Hp.VC9, 21.    II π. ὀδόντων grinding of the teeth, from anger, Plu.2.458d (pl.); or as an effect of disease, Hp. Prorrh.1.48.

Greek (Liddell-Scott)

πρῖσις: ἡ, (πρίω) τὸ πρίειν, πριόνισμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 12. 2) ἐν τῇ χειρουργικῇ διάτρησις διὰ πριονοειδοῦς τρυπάνου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 900, πρβλ. 912C. ΙΙ. πρ. ὀδόντων, τρίξιμον τῶν ὀδόντων ἐξ ὀργῆς, Πλούτ. 2. 458C· ἢ ὡς σύμπτωμα νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 71.

Russian (Dvoretsky)

πρῖσις: и πρίσις, εως ἡ
1) пиление, пилка (ὁ πρίων τῆς πρίσεως χάριν γέγονεν Arst.);
2) скрежет (πρίσεις ὀδόντων Plut.).