πρῖσις

From LSJ

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρῖσις Medium diacritics: πρῖσις Low diacritics: πρίσις Capitals: ΠΡΙΣΙΣ
Transliteration A: prîsis Transliteration B: prisis Transliteration C: prisis Beta Code: pri=sis

English (LSJ)

-εως, ἡ, (πρίω)
A sawing, Arist.PA645b17, Thphr. HP 5.5.4, Heliod. ap. Orib.47.14.3.
2 in cranial surgery, trephining, Hp.VC9, 21.
II π. ὀδόντων grinding of the teeth, from anger, Plu.2.458d (pl.); or as an effect of disease, Hp. Prorrh.1.48.

Greek (Liddell-Scott)

πρῖσις: ἡ, (πρίω) τὸ πρίειν, πριόνισμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 5, 12. 2) ἐν τῇ χειρουργικῇ διάτρησις διὰ πριονοειδοῦς τρυπάνου, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 900, πρβλ. 912C. ΙΙ. πρ. ὀδόντων, τρίξιμον τῶν ὀδόντων ἐξ ὀργῆς, Πλούτ. 2. 458C· ἢ ὡς σύμπτωμα νόσου τινός, Ἱππ. Προρρ. 71.

Russian (Dvoretsky)

πρῖσις: и πρίσις, εως ἡ
1 пиление, пилка (ὁ πρίων τῆς πρίσεως χάριν γέγονεν Arst.);
2 скрежет (πρίσεις ὀδόντων Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρῖσις -εως, ἡ [1. πρίω] het zagen; geneesk. trepanatie. het knarsen, geknars.