διακωχή
From LSJ
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
German (Pape)
[Seite 585] ἡ, = ἀνακωχή, Stillstand, Nachlassen, z. B. der Pest, Thuc . 3, 87; – Waffenstillstand, D. Cass. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διακωχή: ἴδε ἐν λ. διοκωχή.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 relâche, répit;
2 trêve.
Étymologie: διά, ἔχω avec redoubl.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
interrupción τριβὴ ... καὶ δ. D.C.Epit.9.14.4, cf. Sud.; cf. διοκωχή.
Greek Monotonic
διακωχή: βλ. διοκωχή.