διοκωχή

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοκωχή Medium diacritics: διοκωχή Low diacritics: διοκωχή Capitals: ΔΙΟΚΩΧΗ
Transliteration A: diokōchḗ Transliteration B: diokōchē Transliteration C: diokochi Beta Code: diokwxh/

English (LSJ)

ἡ, = διοχή, cessation, Th.3.87; esp. armistice, D.C.39.47, etc.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
cese ἐγένετο δέ τις ὄμως διοκωχή en la peste, Th.3.87
en las armas tregua διοκωχὴν ᾐτήσαντο D.C.39.47.2, ἀσπόνδῳ διοκωχῇ D.C.41.25.2, 47.27.2, cf. Hsch.

French (Bailly abrégé)

att. c. διακωχή.

German (Pape)

ἡ, v.l. für διακωχή.

Russian (Dvoretsky)

διοκωχή: ἡ Thuc. = διακωχή.

Greek (Liddell-Scott)

διοκωχή: ἡ, =διοχή, παῦσις, Θουκ. 3. 87· ἴδε ἀνοκωχή, Δίων Κ. 39. 47, κτλ. -Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. ἀνοκωχή.

Greek Monolingual

διοκωχή, η (Α) οκωχή
προσωρινή διακοπή εχθροπραξιών, ανακωχή.

Greek Monotonic

διοκωχή: ἡ (διέχω), παύση, σε Θουκ.

Middle Liddell

διοκωχή, ἡ, n διέχω
a cessation, Thuc.