κρησέρα
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ἡ, Ion. κρησέρη, Elean κραἅρα (q. v.),
A flour-sieve, bolting-sieve, Hp.Steril.222 (but expld. as a straining-cloth by Erot.), Ar.Ec.991, Gal.Nat.Fac.2.3, Aret.CA1.4, Poll.6.74:—Dim. κρησέρ-ιον, τό, Id.10.114, Zonar. II fine net for fishing, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
κρησέρα: ἡ, καὶ νῦν «κρησάρα», «σίτα», «πυκνάδα», κόσκινον λεπτόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 991· πρβλ. Γαλην. Λεξ. Ἱππ., Πολυδ. Ϛʹ, 74., Ιʹ, 114· ‒ ὑποκορ. κρησέριον, τό, Πολυδ., Ζωναρ. 1256. ΙΙ. λεπτὸν ἁλιευτικὸν δίκτυον, Φώτ.