πλιχάς
From LSJ
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A inside of the thighs, fork, perineum, Hp.Fract.20, Art.54, Ruf.Onom.108 (pl.), Aret.CA2.9, etc.; πλιγάς, Gal.18(2).522; πλίχος, εος, τό, Sch.Od.6.318.
German (Pape)
[Seite 637] άδος, ἡ, die Stelle zwischen den Hüften u. den Schaamtheilen, die sich im Gehen reibt, interfeminium, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πλῐχάς: -άδος, ἡ, ἅπαν τὸ μεταξὺ τῶν βουβώνων ἑκατέρου σκέλους, Λατ. interfeminium, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, π. Ἄρθρ. 822, κτλ.· πλιγάς, παρὰ Γαλην. ― πλίχος, εος, τό, παρὰ τῷ Σχολ. Ὀδ. Ζ. 318. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 145.
Greek Monolingual
και πλιγάς, -άδος, ή, Α
το μέρος του σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στους μηρούς και στο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιχ-/πλιγ- του πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. περιπε-πλίχ-θαι, περιπε-πλιγ-μένα) + κατάλ. -άς, -άδος].