σύμμαρτυς

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμαρτῠς Medium diacritics: σύμμαρτυς Low diacritics: σύμμαρτυς Capitals: ΣΥΜΜΑΡΤΥΣ
Transliteration A: sýmmartys Transliteration B: symmartys Transliteration C: symmartys Beta Code: su/mmartus

English (LSJ)

ῠρος, ὁ, ἡ,

   A fellow-witness, joint-witness, S.Ant.846 (lyr., pl.), Pl.Ep.311e; τινος of or to a thing, Id.Phlb.12b, cf. CIG3194 (Smyrna).

French (Bailly abrégé)

υρος (ὁ, ἡ)
témoin avec d’autres.
Étymologie: σύν, μάρτυς.

Greek Monolingual

-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].

Greek Monolingual

-υρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
1. μάρτυρας που καταθέτει τα ίδια με άλλον μάρτυρα
2. αυτός που υφίσταται τα ίδια μαρτύρια με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρτυς «αυτός που δίνει μαρτυρία ή πληροφορία, αυτός που υπέστη μαρτύρια»].