αἰγόκερως

From LSJ
Revision as of 17:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source

Greek (Liddell-Scott)

αἰγόκερως: γεν. -κερω, δοτ. -κερῳ, Μανέθ. 1. 106· αἰτ. -κερων, Πλούτ., Λουκ. Μεταγεν. γεν. -κέρωτος, Ἰουλιαν. πρβλ. Θωμ. Μ. 193· (κέρας) = ὁ ἔχων τράγου κέρατα, Ἀνθ. Πλαν. 4. 234. II. ὡς οὐσ. ἀρσ. ὁ Αἰγόκερως ἐν τῷ Ζῳδιακῷ κύκλῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 6179, Ἀρατ. 286, Πλουτ. 2. 908C. Λουκ. Ἀστρ. 7.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
aux cornes de chèvre ; ὁ αἰγόκερως le Capricorne, signe du Zodiaque.
Étymologie: αἴξ, κέρας.

Spanish (DGE)

-ων

• Grafía: graf. Εὐόκερ- POxy.3353.10 (III d.C.)

• Morfología: [gen. -κέρωτος Orac.Sib.5.519, -κερω Eudoc.73; ac. -κερων AP 16.234 (Phld.), Placit.5.18.6, -κέρωτα Iul.Or.11.156a; dat. -κέρῳ Man.1.106, -κέρωτι Gp.1.8.7, -κερῇ Arat.547]
I de cuernos de cabra Πάν AP 16.234 (Phld.).
II subst.
1 astrol. ὁ Αἰ. Capricornio Eudox.73, Arat.286, 547, Parmeniscus p.31, Gem.Calend.p.189, Cleom.1.8.155, Luc.Astr.7, PPrincet.75.4 (II d.C.), POxy.l.c., Gp.1.8.7, Orac.Sib.5.518, 519, Placit.5.18.6, IUrb.Rom.1645 (I/II d.C.), POxy.Astr.4246.3 (III d.C.), PSI 765.12 (IV d.C.).
2 bot. ὁ αἰ. alholva, Trigonella foenum-graecum L., Gal.12.426, Gloss.Bot.Gr.304.1, cf. αἰγόκερας.

Greek Monotonic

αἰγόκερως: γεν. -κερω, δοτ. -κερῳ, αιτ. -κερων (αἴξ, κέρας
I. αυτός που έχει κέρατα τράγου, σε Ανθ., Πλούτ.
II. ως ουσ., ο Αιγόκερως στον Ζωδιακό κύκλο, σε Λουκ.