ταρσώδης
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
Att. ταρρ-, ες,
A like basket-work, matted, of roots, Thphr.HP6.7.4, 8.2.3; τῇ πλοκῇ ταρσώδεις (v.l. ταρσωταί) D.S.3.22.
German (Pape)
[Seite 1072] ες, att. ταῤῥώδης, von der Art od. dem Ansehen einer Darre od. Horde, wie eine Horde dicht in einander verflochten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ταρσώδης: Ἀττ. ταρρ-, ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ταρσόν, πρὸς πλέγμα καλαθίου, ἐπὶ ῥιζῶν, Θεόφρ. π. Φυτ. 6. 7, 4. ταρσώδης τῇ πλοκῇ (διάφ. γραφ. ταρσωτὸς) Διόδ. 3. 22.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ταρρώδης, -ῶδες, Α ταρσός
(για ρίζες) ο όμοιος με ταρσό, με πλέγμα, πλεγμένος με πυκνό τρόπο («ῥίζας ἔχει ἐπιπολαίους καὶ πολυσχιδεῑς καὶ ταρρώδεις», Θεόφρ.).