πεδαίχμιος
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
ον, Aeol. or Dor. for μετ-, A.Ch.589 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 540] u. ä., äol. u. dor. = μεταίρω, μεταίχμιος, s. Eur. Phoen. 1027 und Aesch. Ch. 582.
Greek (Liddell-Scott)
πεδαίχμιος: -ον, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μεταίχμιος, Αἰσχύλ. Χο. 589.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
éol. c. μεταίχμιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. μεταίχμιος.
Greek Monotonic
πεδαίχμιος: -ον, Αιολ. ή Δωρ. αντί μετ-αίχμιος.