περιστρατοπεδεύω

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A encamp about, invest, besiege, Lycurg.128, Plb.1.30.5, 2.2.7, D.H.6.29, Plu.Fab.22 :—used by X. in Med., abs., HG3.1.7, Cyr.3.1.6, al.:—Pass., HG4.7.1.

French (Bailly abrégé)

asseoir son camp autour ; assiéger, investir;
Moy. περιστρατοπεδεύομαι m. sign.
Étymologie: περί, στρατοπεδεύω.

Greek Monolingual

Α
(το ενεργ. και μέσ.) α) κατασκηνώνω ολόγυρα, στρατοπεδεύω τριγύρω
β) περικυκλώνω, πολιορκώ.