κυλλοποδίων
From LSJ
English (LSJ)
[ῑ], ονος, ὁ, (πούς)
A club-footed, halting, epith. of Hephaistos, Il.18.371, 20.270: voc. κυλλοπόδῑον 21.331.
French (Bailly abrégé)
ονος;
adj. m.
boiteux.
Étymologie: κυλλός, πούς.
English (Autenrieth)
voc. -πόδῖον (κυλλός, πούς): crook-footed, epith. of Hephaestus. (Il.)
Greek Monolingual
κυλλοποδίων, -ονος, ὁ (Α)
(προσωνυμία του Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, κουτσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + θ. ποδ- του πούς (πρβλ. γεν. ποδ-ός) + κατάλ. -ίων για εκφραστικούς λόγους].