νηΐτης
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A of or belonging to a ship, consisting of ships, ν. στρατός a fleet, Th.2.24, 4.85; στόλος A.R.4.239, etc.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. masc.
naval, maritime ; στρατὸς νηΐτης THC armée de débarquement.
Étymologie: ναῦς.
Greek Monotonic
νηΐτης: [ῑ], -ου, ὁ (ναῦς), αυτός που ανήκει σε πλοίο, αυτός που αποτελείται από πλοία· στρατὸς νηίτης, στόλος, σε Θουκ.