Κενταυρικός

From LSJ
Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κενταυρικός Medium diacritics: Κενταυρικός Low diacritics: Κενταυρικός Capitals: ΚΕΝΤΑΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Kentaurikós Transliteration B: Kentaurikos Transliteration C: Kentavrikos Beta Code: *kentauriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like a Centaur, i.e. savage, brutal. Adv. -κῶς Ar.Ra.38.

Greek (Liddell-Scott)

Κενταυρικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς Κένταυρον, δηλ. ἄγριος, θηριώδης, κτηνώδης·- Ἐπίρρ., -κῶς, τίς τὴν θήραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς ἐνήλατο! (= ἀγροίκως» Φώτ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 38.

Greek Monotonic

Κενταυρικός: -ή, -όν, όπως ένας Κένταυρος, δηλ. τραχύς, βίαιος, κτηνώδης, ζωώδης· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.