ἐπισταλάω

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

German (Pape)

[Seite 982] dasselbe, ἐκ μετώπου ἱδρὼς πιδύων στῆθος ἐπισταλάει Leon. Tar. 47 (IX, 322).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἐπισταλάζω.
Étymologie: ἐπί, σταλάω.

Greek Monotonic

ἐπισταλάω: πέφτω σε σταγόνες επάνω σε, με αιτ., σε Ανθ.