ἀνακολπάζω
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
(κόλπος)
A tuck up one's gown, gird oneself up, Ar.Th. 1174; but cf. ἀνακαλπάζω.
German (Pape)
[Seite 193] Ar. Th. 1174, zu einem Busen aufschürzen, sich aufschürzen, ἀνακολπίζω ist f. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακολπάζω: (κόλπος), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174.
Greek Monolingual
ἀνακολπάζω (Α)
ανασηκώνω το κάτω μέρος του ενδύματος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολπάζω < κόλπος.