δημοτερπής

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source

German (Pape)

[Seite 565] ές, das Volk ergötzend, Plat. de leg. 521 a; Dion. Hal. rhet. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

δημοτερπής: -ές, τέρπων τὸν λαόν, ἑλκυστικός, Πλάτ Μίν. 321Α.

Spanish (DGE)

-ές
que gusta al pueblo, popular ἔστιν δὲ τῆς ποιήσεως δημοτερπέστατον ... ἡ τραγῳδία Pl.Min.321a, ἐπιδεικτικώτερον δὲ τὸ προειρημένον καὶ δημοτερπέστερον D.H.Rh.1.8, τέχνη Max.Tyr.4.6
subst. τὸ δ. halago, adulación al pueblo Thdt.M.83.433B.

Greek Monolingual

δημοτερπής, -ές (Α)
αυτός που τέρπει τον δήμο ή ελκύει τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -τερπής < τέρπος (το) —το μαρτυρούμενο τέρπεα (τα) είναι μεταγενέστερο— ή < τέρπω / τέρπομαι (πρβλ. και α-τερπής, ευ-τερπής].