εἱμένος
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
pf. part. Pass. of ἕννυμι and ἵημι.
Greek (Liddell-Scott)
εἱμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἕννυμι.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. de ἕννυμι;
part. pf. Pass. de ἵημι.
English (Autenrieth)
see ἕννυ^μι.
Spanish (DGE)
v. ἕννυμι, ἵημι.
Greek Monotonic
εἱμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του ἕννυμι.