ἀμβλωπός
From LSJ
ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
English (LSJ)
όν, = foreg.,
A bedimmed, dark, βίος A.Eu.955; ἀχλύς Critias 6, cf. Pl.Com.23D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλωπός: -όν, = τῷ προηγ., ἐπισκοτισθείς, σκοτεινός, βίος Αἰσχύλ. Εὐμ. 955· ἀχλὺς Κριτίας 2. 11.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. ἀμβλυωπός.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: fem. -ή Hsch.
1 borroso, cegado ὄψις E.Fr.155aSn., cf. Io Trag.53a
•ciego ἀμβλωπή· τυφλή Hsch.
•fig. δακρύων βίον ἀμβλωπόν vida cegada por las lágrimas A.Eu.955
•borroso, sin brillo σέλας E.Fr.386aSn.
2 oscuro, impenetrable ἀχλύς Critias B 6.11.
Greek Monolingual
ἀμβλωπός, -όν (Α)
1. αυτός που έχει αδύνατη όραση
2. αυτός που εμποδίζει την καλή όραση
3. μτφ. θολός, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + -ωπὸς < ὤψ «μάτι»].
Greek Monotonic
ἀμβλωπός: -όν (ἀμβλύς, ὤψ), σκοτεινός, επισκοτισμένος, σε Αισχύλ.