σειρίς

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειρίς Medium diacritics: σειρίς Low diacritics: σειρίς Capitals: ΣΕΙΡΙΣ
Transliteration A: seirís Transliteration B: seiris Transliteration C: seiris Beta Code: seiri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of

   A σειρά 1.3, X.Cyn.9.13,14,15,19.

German (Pape)

[Seite 868] ίδος, ἡ, dim. von σειρά, kleines Seil, Band, Xen. Cyn. 9, 13; Poll. 5, 33.

Greek (Liddell-Scott)

σειρίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ σειρά II, Ξεν. Κυν. 9. 13, 14, 15, 19, Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογ. Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θ΄, σ. 83.

Greek Monotonic

σειρίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του σειρά 2., σε Ξεν.