ἀεκαζόμενος

Revision as of 17:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

η, ον, particip. form,

   A = ἀέκων, πόλλ' ἀ. Od.13.277, cf. h.Cer.30, Od.18.135. ἀέκασσα· ἄκουσαm Hsch. ἀέκαστι, Adv., etym. of ἀέκητι, A.D.Conj.233.26, EM19.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἀεκαζόμενος: -η, -ον, μετοχ. τύπος = ἀέκων, Ὀδ. Σ. 135, πόλλ’ ἀεκαζομένους (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Ν. 277·

French (Bailly abrégé)

η, ον :
qui agit malgré soi.
Étymologie: ἀ, ἑκών.

English (Autenrieth)

(ἀϝέκων): unwillingly, reluctantly; w. πολλά, ‘much against one's will.’

Spanish (DGE)

-η, -ον
sólo part. contra la voluntad πόλλ' ἀεκαζομένη muy en contra de su voluntad, Il.6.458, cf. Od.13.277, 18.135, οἵ μ' ἀεκαζομένην μνῶνται Od.19.133, cf. h.Cer.30, Emp.Fr.Pap.d2.

Greek Monotonic

ἀεκαζόμενος: -η, -ον, μτχ. τύπος = ἀέκων, σε Ομήρ. Οδ.· πόλλ' ἀεκαζόμενος, αυτό που ο Βιργ. ονομάζει multa reluctans, στο ίδ.