αἱματωπός

From LSJ
Revision as of 17:18, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱμᾰτωπός Medium diacritics: αἱματωπός Low diacritics: αιματωπός Capitals: ΑΙΜΑΤΩΠΟΣ
Transliteration A: haimatōpós Transliteration B: haimatōpos Transliteration C: aimatopos Beta Code: ai(matwpo/s

English (LSJ)

όν,

   A bloody to behold, blood-stained, κόραι, of the Furies, E.Or.256; δεργμάτων διαφθοραί Id.Ph.870.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμᾰτωπός: -όν, ἔχων ὄψιν αἱματώδη, κεκηλιδωμένος αἵματι, αἱμ. κόραι, ἐπὶ τῶν Ἐρινύων, Εὐρ. Ὀρ. 256· αἱμ. δεργμάτων διαφθοραί, ὁ αὐτ. Φοίν. 870.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
au regard sanguinaire.
Étymologie: αἷμα, ὤψ.

Spanish (DGE)

(αἱμᾰτωπός) -όν
de aspecto sangrientode las Erinis κόραι E.Or.256, θεαί E.Andr.978, δεργμάτων διαφθοραί E.Ph.870, δράκοντος ὄμμα E.Fr.870, cf. Trag.Adesp.732.5
esp. χρώμα de color rojo sangre Plu.2.565c.

Greek Monotonic

αἱμᾰτωπός: -όν (ὦψ), αυτός που έχει όψη αιματηρή, σε Ευρ.