αἰσχυντήρ

From LSJ
Revision as of 17:27, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντήρ Medium diacritics: αἰσχυντήρ Low diacritics: αισχυντήρ Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΡ
Transliteration A: aischyntḗr Transliteration B: aischyntēr Transliteration C: aischyntir Beta Code: ai)sxunth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A dishonourer, of Aegisthus, A.Ch.998.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταισχύνων, ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Αἰσχύλ. Χο. 990· οὕτω καὶ καταισχυντήρ, ὁ αὐτ. Ἀγ. 1363· ἄλλως τὸ αἰσχυντὴρ ἀπαντᾷ μόνον ἐν μεταγενεστέρᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 8664.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
qui déshonore.
Étymologie: αἰσχύνω.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
infamador, seductor ἔχει γὰρ αἰσχυντῆρος ... δίκην de Egisto, A.Ch.990.

Greek Monolingual

αἰσχυντήρ (-ῆρος), ο (Α) αἰσχύνω
αυτός που ντροπιάζει τη συζυγική τιμή κάποιου άλλου, ο μοιχός.

Greek Monotonic

αἰσχυντήρ: -ῆρος, ὁ (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ατίμωση, υβριστικός, σε Αισχύλ.