ἀμόργης
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ου, ὁ, = foreg. 1.1, Arist.Col.796a27.
German (Pape)
[Seite 127] ὁ, = vor., Arist. Color. 5 (796, 27).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμόργης: -ου, ὁ, (ἀμέργω) τὸ ὑδατῶδες μέρος τὸ ἐξερχόμενον ἀπὸ τῶν ἐλαιῶν πιεζομένων, Λατ. amurca, Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5. 22, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 8, 3· ἐν Ἱππ. Ἀφ. 1260, τὰ χειρόγραφα ἔχουσιν ἀμόργη, ἡ, = «ἀμοῦργα.»
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Morfología: [ac. -ητα PCair.Zen.839.3 (III a.C.)]
oleaza Arist.Col.796a27, PCair.Zen.l.c.
Greek Monolingual
ἀμόργης, ο (Α) ἀμέργω
το κατακάθι, η μούργα του λαδιού (πρβλ. και αμόργη).