ἀνήλιπος
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
Dor. ἀνάλ-, ον,
A barefoot, v.l. for νήλιπος, Theoc.4.56.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήλῐπος: Δωρ. ἀνάλ-, ον, ἄνευ πεδίλων, ἀνυπόδητος, γυμνόπους, «’ξυπόλυτος», Θεόκρ. 4. 56· πρβλ. νήλιπος, νηλίπους (ἐκ τοῦ ἦλιψ, καθ’ ἃ λέγεται, ὅπερ ἦν Δωρικὸν πέδιλον).
Greek Monolingual
ἀνήλιπος, -ον (Α)
ανυπόδητος, ξυπόλητος
βλ. νήλιπος.
Greek Monotonic
ἀνήλῐπος: Δωρ. ἀν-άλ-, -ον (ἦλιψ, είδος παπουτσιού), αυτό που δεν έχει πέδιλα, ανυπόδητος, ξυπόλυτος, σε Θεόκρ.