ἀντιχαίρω

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχαίρω Medium diacritics: ἀντιχαίρω Low diacritics: αντιχαίρω Capitals: ΑΝΤΙΧΑΙΡΩ
Transliteration A: antichaírō Transliteration B: antichairō Transliteration C: antichairo Beta Code: a)ntixai/rw

English (LSJ)

   A rejoice in turn or answer, Νίκα ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.Ant. 149.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχαίρω: χαίρω καὶ αὐτός ὁμοίως, συμμερίζομαι τὴν χαράν τινος, Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ (κατὰ τὸν Blaydes, ἄρτι χαρεῖσα˙Ϗ ὁ δὲ Schmidt γράφει ἄρτι φανεῖσα) Σοφ. Ἀντ. 149˙ περὶ τοῦ τύπου ἴδε τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα χαίρω.

French (Bailly abrégé)

part. ao. Pass. fém. ἀντιχαρεῖσα;
payer de retour l’amour de.
Étymologie: ἀντί, χαίρω.

Spanish (DGE)

en v. med.-pas. alegrar en compensación Νίκα ... ἀντιχαρεῖσα Θήβᾳ S.Ant.149.

Greek Monolingual

ἀντιχαίρω)
νεοελλ.
αντιχαίρετε
απάντηση στον χαιρετισμό χαίρετε
αρχ.
χαίρομαι και εγώ, συμμερίζομαι τη χαρά κάποιου.

Greek Monotonic

ἀντιχαίρω: χαίρομαι σε απάντηση προς, τινί, σε Σοφ. (Στην μτχ. Παθ. αορ. βʹ ἀντιχᾰρείς).