ἀνωϊστί
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
[ῑ], Adv. of sq.,
A unlooked for, Od.4.92.
French (Bailly abrégé)
adv.
à l’improviste.
Étymologie: ἀνώϊστος.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-ῑ]
adv. por sorpresa ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνε λάθρῃ, ἀνωϊστί Od.4.92.
Greek Monotonic
ἀνωϊστί: [ῑ], επίρρ. του επόμ., απροσδόκητα, αναπάντεχα, σε Ομήρ. Οδ.