ἀνωϊστί
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
Adv. of ἀνώϊστος¹, unlooked for, Od. 4.92.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-ῑ]
adv. por sorpresa ἀδελφεὸν ἄλλος ἔπεφνε λάθρῃ, ἀνωϊστί Od.4.92.
French (Bailly abrégé)
adv.
à l'improviste.
Étymologie: ἀνώϊστος.
Greek Monotonic
ἀνωϊστί: [ῑ], επίρρ. του επόμ., απροσδόκητα, αναπάντεχα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνωϊστί: (τῑ) adv. непредвиденно, неожиданно Hom.
German (Pape)
unvermutet, Od. 4.92.