ἀποθησαυρισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A laying by, storing up, D.S.3.29.
German (Pape)
[Seite 303] ὁ, das Aufbewahren, D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποθησαυρισμός: ὁ, ἀπόθεσις, ἀποθήκευσις, Διόδ. 3. 29.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
atesoramiento, almacenamientode salmuera, D.S.3.29, de productos del campo, Dionys.Scyth.8 (p.242.25), cf. Antioch.Astr. en Cat.Cod.Astr.11(2).109.3
•fig. ὁ πνευματικὸς θερισμὸς ... τὸν ἀποθησαυρισμὸν ἐν οὐρανοῖς ἔχει Ammon.Io.M.85.1425D.
Greek Monolingual
ο (Α ἀποθησαυρισμός)
η αποθήκευση
νεοελλ.
αποθησαύριση.