ἀτμώδης

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτμώδης Medium diacritics: ἀτμώδης Low diacritics: ατμώδης Capitals: ΑΤΜΩΔΗΣ
Transliteration A: atmṓdēs Transliteration B: atmōdēs Transliteration C: atmodis Beta Code: a)tmw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = ἀτμιδώδης, Arist.Mu.394a14, Thphr.CP3.16.4. Adv. -δως Gal.Nat.Fac.3.7.

German (Pape)

[Seite 387] = ἀτμιδώδης, Arist. mund. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτμώδης: -ες, (εἶδος), ὁ περιέχων ἀτμόν, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 2· ὁ περιέχων ἰκμάδα, ἔνικμος, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 16, 4, πρβλ. ἀτμιδώδης.

Spanish (DGE)

-ες
1 en forma de vapor ἀναθυμιάσεις ... ἡ δὲ νοτερὰ καὶ ἀ. Arist.Mu.394a14, cf. Arat.Comm.p.126.19, Thphr.CP 3.16.4, Gal.17(2).649, Sch.Hes.Th.276G.
2 adv. -ως en forma de vapor ὥσθ' ἕλκει τῶν σιτίων ὅσον χρηστότατον ἀ. Gal.2.161.

Greek Monolingual

ἀτμώδης, -ες) ατμός
αυτός που περιέχει ατμό ή είναι όμοιος με ατμό.