διάφαυσις
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
εως, ἡ,
A shining through, Plu.2.929b.
Greek (Liddell-Scott)
διάφαυσις: -εως, ἡ, λάμψις, φῶς διὰ μέσου, Πλούτ. 1. 929Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
lumière qui apparaît.
Étymologie: διαφαύσκω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
resplandor δ. τοῦ ἡλίου Plu.2.929b, cf. Eust.Op.167.56.