ἐκπωτάομαι
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
poet. for ἐκποτάομαι, aor.I
A ἐξεπωτήθη Babr.12.1.
German (Pape)
[Seite 777] = ἐκποτάομαι, Eustath.; ἐξεπωτήθη Babr. 12, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπωτάομαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἐκποτάομαι, Βαβρ. 12. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
ao. ἐξεπωτήθην;
c. ἐκποτάομαι.
Spanish (DGE)
irse volando ἀγροῦ χελιδὼν ... ἐξεπωτήθη Babr.12.1, cf. Eust.1188.33.
Greek Monotonic
ἐκπωτάομαι: ποιητ. αντί ἐκποτάομαι, σε Βάβρ.