ἐπιφορικός

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφορικός Medium diacritics: ἐπιφορικός Low diacritics: επιφορικός Capitals: ΕΠΙΦΟΡΙΚΟΣ
Transliteration A: epiphorikós Transliteration B: epiphorikos Transliteration C: epiforikos Beta Code: e)piforiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (

   A ἐπιφορά 11.3) impetuous, of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.Id. 2.6 ; ἐ. σχήματα Aristid.Rh.1p.494S. ; ἐ. λόγος (viz. D.21) Longin. Fr.18.    II inferential, illative, [σύνδεσμος] A.D.Conj.227.25, al. Adv. -κῶς Sch.D.T.p.65 H.    III (ἐπιφορά 111) forming the second or subsequent clause, [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12.

German (Pape)

[Seite 1001] ή, όν, heftig andringend, eindringend, λόγος, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφορικός: -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) σφοδρός, δεινός, ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = συλλογιστικός, περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.

Greek Monolingual

ἐπιφορικός, -ή, -ὸν (Α) επιφορά
1. (για ύφος λόγου) σφοδρός, δεινός
2. γραμμ. α) συμπερασματικός, συλλογιστικός (σύνδεσμος)
β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρόταση.