Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Full diacritics: ἕστηκα | Medium diacritics: ἕστηκα | Low diacritics: έστηκα | Capitals: ΕΣΤΗΚΑ |
Transliteration A: héstēka | Transliteration B: hestēka | Transliteration C: estika | Beta Code: e(/sthka |
ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς,
A v. ἵστημι.
ἕστηκα: ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε ἵστημι.
pf. de ἵστημι.
ἕστηκα: -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του ἵστημι· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.