ζευγοτρόφος
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
German (Pape)
[Seite 1138] ein Gespann Pferde haltend, Plut. Pericl. 12.
Greek (Liddell-Scott)
ζευγοτρόφος: -ον, τρέφων ζεῦγος κτηνῶν, Πλούτ. Περικλ. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui entretient un attelage.
Étymologie: ζεῦγος, τρέφω.
Greek Monolingual
ζευγοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει, που έχει στην κατοχή του ζευγάρι ίππων ή βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, κτηνο-τρόφος].
Greek Monotonic
ζευγοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ζευγάρι ζώων, σε Πλούτ.